γαριβάλδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαριβάλδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαριβάλδι τό, ᾿Ιων (’Ερυθρ.) Μακεδ (Θεσσαλον.) Σῦρ γαριβάλτι Θράκ. (Σαρεκκλ.) γαριβάρδι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γαριβάρdι Κῶς γκαριμπάλδι ᾿Ιων. (Σμύρν.) γαριβάλδου Μακεδ. (Κοζ.) γριβάλδου Μακεδ. (Πελεκᾶν.) γαριβάνθ’ Λέσβ. (Πάμφιλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ’Ιταλ. ἐπωνύμου Garibaldi (ἀπὸ τοῦ χρώματος τοῦ ἐπενδύτου ἢ τοῦ πίλου τῶν Γαριβαλδινῶν). Ὁ τύπ. γαριβάλδο κατ᾽ ἀναλογίαν πρὸς τὰ οὐδ. εἰς -ο ἐπίθ. χρώματος δηλωτικά, ἐκ τούτου δὲ ὁ τύπ. γριβάλδο κατ’ ἀντιμετάθεσιν (*ἀγριβάλδο) καὶ ἀφαίρεσιν.
Σημασιολογία
1) Τὸ κόκκινον ἀνοικτὸν χρῶμα ἀνιλίνης Θράκ. (Σαρεκκλ.) Κῶς Μακεδ. (Θεσσαλον. Κοζ. Πελεκᾶν.) Σῦρ. β) Ἡ ἐρυθρὰ μελάνη Λέσβ. (Πάμφιλ.) 2) Εἶδος γυναικείου πίλου συνηθιζομένου κατὰ τὰς ἀρχὰς τοῦ αἰῶνος ᾿Ιων. (᾽Ερυθρ. Σμύρν.) : Ἄσμ. Πανωφορά’ ἡφόρε͜ιενε καὶ μαῦρο γαριβάλδι οὔ' οἱ νεκροὶ τὴν κλάψανε, ὅσ᾽ ἤτανε ’ς τὸν Ἄδη ’Ερυθρ. Κορίτσια, κοπέλες, τὸν ἄντρα μου πουλῶ γιˬατὶ ’ς τὸ γκαριμπάλδι δὲ μοῦ ’βαλε φτερὸ Σμύρν. 3) Εἶδος παλαιοῦ νομίσματος Νάξ. (’Απύρανθ.) : Εἶχε gαὶ γαριβάρδιˬα κ’ ἤτονε κ’ ἐκεῖν’ ἀσημένιˬα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA