ἀναγελῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναγελῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναγελῶ σύνηθ. καὶ Καππ. (Σινασσ) Πόντ. ἀναγελοῦ Πελοπν.(Μάν.) Σκῦρ. ἀναγεοῦ Τσακων. ἀναγεˬοῦ Τσακων. ἀναγιλοῦ Θεσσ. (Ζαγορ.) Λυκ (Λιβύσς.) ἀναγελάω Αἴγιν. Εὔβ. (Κύμ) Ζάκ. Πελοπν. (᾿Ανδρίτσ. Βασαρ. Βουρβουρ. Λακων. κ. ἀ.) ἀναελάω Λεξ. Μπριγκ. ἀναγιλάου Στερελλ.(Αἰτωλ. Καλοσκοπ.) ἀναελῶ Κάρπ. Κύπρ. Μεγίστ. Ρόδ. Σύμ. ἀνεγελῶ Δαρδαν. ᾿Ιων.(Κρήν.) Α.Κρήτ. ἀνεελῶ Κάρπ. ἀνιγιλῶ Θρᾴκ.(Καλλίπ.) Ἴμβρ. Λεσβ. Σαμ. Σαμοθρ. Στερελλ.(Αἰτωλ.) ἀνηελῶ Κάρπ. ᾽ναγελῶ Κρήτ. Κύπρ. κ.ἀ. ’ναελῶ Κύπρ. Ρόδ. Σὐμ. ’νεγελῶ Ρόδ. ᾿νεελῶ Ρόδ. ‘νελῶ Ρόδ. ‘νηλεῶ Κύπρ.-Δλιπέρτ. Τζιυπρ. Τραούδ. 3,80 Μέσ. ‘νεγελε͜ιοῦμαι Προπ. (Ἀρτάκ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀναγελῶ=ἠχηρῶς, μεγαλοφώνως.

Σημασιολογία

1)Ἐνεργ. καὶ ἐνιαχ. μέσ. ἐμπαίζω, περιπαίζω, περιγελῶ σύνηθ. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. Τσακων.: Ἐναελοῦσαν τον κ’ ἐλέαν του ἕναν σωρὸν Σύμ. Μὴ μ᾿ ἀναγελᾷς, γιˬατὶ θὰ σκοτωθοῦμε ᾿Ανδρίτσ. Γούλ’τὸν ἐνεγελε͜ιούdανα τὸν μεθύστακα ᾿Αρτάκ. Μὴ μ’ ἀναγιλᾶτι, βρὲ πιδιˬά Αἰτωλ. Μᾶς ἀναελοῦσιν οἱ λᾶς (λαός, ἄνθρωποι) Κύπρ. ‖ Παροιμ. Τοῦ κόσμου τ᾽ ἀναέλασμα ἀναελᾷ τὸν κόσμο (ἐπὶ τοῦ ἐπιψόγου τοῦ ἐμπαίζοντας ἄλλους) Κάρπ. Ροδ. Ἑκατσ’ ἡ πομπὴ ’ς τὴ στράτα κιˬ ἀναγέλα τούς διˬαβάτες (συνών. τῇ προηγουμένῃ) πολλαχ. ᾿Αναελᾷ ὁ χεζιˬάρις τὸν κλανιˬάριν (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κύπρ. Ἀναγεάτζε ὁ βοῦ τὸν ὄνε τζαὶ νι ἐπέτζε χειαρᾶ (περιέπαιξεν ὁ βοῦς τὸν ὄνον καὶ τὸν εϊπε χειλαρᾶ. Συνών. τῇ προηγουμένῃ) Τσακων. Μὴν ἀναγελάῃς, γιˬατὶ θ’ ἀναγελαστῇς (μὴ ἐμπαίζῃς τοὺς ἄλλους, διότι θὰ ἐμπαιχθῇς) Αἴγιν. κ. ἀ. Ὅ,τι χόρτο ἀναγελάσῃς, θά φυτρώσῃ ’ς τὴν αὐλή σου (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ζάκ. ‖ ᾎσμ. Ὄμορφα νά μοιρολογᾷς νὰ μὴ σ᾿ ἀναγελάσουν, θά ’ρτουνε οἱ ἀρχόντισσες κιˬ ἀπὸ καρδιˬᾶς θά κλάψουν Κρήν. Θεέ μου, ἀκατάγνωτα, κωπέλ-λια, νά λαλοῦμεν, μὴν πάθουμεν ειρότερα ἐμεῖς ποῦ ᾿ναγελοῦμεν Κύπρ. ᾿Εσὺ στραβὴ κορομπηλεˬά, συκεˬὰ παραγερμένη, ποῦ κάθεσαι κιˬ ἀναγελᾷς ἐμένα τὸν λεβέντη Πελοπν.(᾿Αρκαδ.). Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Σαχλικ. Γραφαί καὶ ἀφηγήσεις στ. 253 (ἔκδ. Wagner σ. 87) «καὶ κεῖνοι ὁπού ᾽ναι κτήματα βούδια καὶ προβατῖνες | ἀναγελοῦν τὸν ἄνθρωπον, ὅταν τὸν φυλακίσουν». Συνών περιγελῶ, περιπαίζω 2) Μιμοῦμαι σκωπτικῶς λόγους, πράξεις κττ. ἄλλου τινός, ὑποκρίνομαι σκωτπικῶς Θεσς. (Ζαγορ.), Ἴμβρ.:Φρ. Ἀνιγιλῶ τσ’πιθαμέν’(κατακλίνομαι ἀπομιμούμενος τήν στάσιν τῶν ἀποθανόντων) Ἴμβρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/