ἀναγεμίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναγεμίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναγεμίζω Κρήτ. Σῦρ. -Λεξ. Κομ Ἠπίτ. Δημητρ. ἀνεγεμίζω Α.Κρήτ. Σῦρ -Λεξ. Δημητρ. ἀναγιˬομίζω Κεφαλλ -Λεξ. Βλαστ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνά καὶ τοῦ ρ. γεμίζω. Ἡ λ. καὶ παρά Βάιγ.
Σημασιολογία
1) Μετβ. γεμίζω ἐκ νέου Λεξ. Κομ. ᾿Ηπίτ. ΒΜ Δημητρ. 2) ’Αναπληρῶ, συμπληρῶ κενόν τι Κρήτ. Σῦρ.: Ἀναγεμίζω τὸ στρῶμα Σῦρ. β) ᾿Επὶ τῶν περικνημίδων, ἐπιδιορθῶ, ἀναπλέκω τὸ φθαρὲν Σῦρ.: ’Αναγεμίζω τοὶς κάρτσες. Συνών. Μαντάρω 3) Ἀνασκάπτων τὸ ἔδαφος πληρῶ τὰ κοιλώματα τοῦ ἀγροῦ, ὥστε νὰ ἰσοπεδωθῇ οὖτος Κρήτ.: Ἄναγἑμισε dὸ χωράφι του. 4) ᾿Αμτβ. Πληροῦμαι , ἰδίως ἐπί ὀφθαλμῶν τῶν πληρουμένων δακρύων Κεφαλλ.: Ἀναγιˬομίζουν τά μάτιˬα μου. Μάτια ἀναγιˬομισμένα (οἱ ἕνεκα πυρετοῦ ἐξωγκομένοι οφθαλμοί). Πβ. ἀναγεμώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA