ἀφοῦ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφοῦ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Σύνδεσμος
Τυπολογία
ἀφοῦ σύνδ. κοιν. ἀφοῦν Λέσβ. Κύπρ. ἄφουν Στερελλ. (Αἰτωλ.) σαφοῦ Καππ. (Σινασσ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) ἐφοῦ Μύκ. ἀποῦ Θήρ. ἀbοῦ Θήρ. ἀφὸν Κύπρ. ἀφὸ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀπὸν Θήρ. ’φόνου Θρᾴκ. (Αἶν.) ’φόνους Θρᾴκ. (Αἶν. Καλλίπ. κ.ἀ.) ’φόν’ς Ἤπ. ’φουνοῦ Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀμπονὲ Αἴγιν.
Ετυμολογία
Ὁ μεταγν. σύνδ. ἀφοῦ. Οἱ τύπ. ἀφοῦν καὶ ἀφὸν κατ’ ἐπίδρασιν τοῦ ἀφόντας, δι᾿ ὃ ἰδ. ἀφόταν. Τὸ ’φόνου ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἀφόνου, ὃ ἐκ τοῦ ἀφὸν κατὰ τὸ ἀφότου. Τὸ ἐφοῦ κατὰ τὸ συνών. ἐπειδή. Εἰς τὸ σαφοῦ τὸ σ πιθανῶς ὀφείλεται εἰς συνεκφοράν. Διὰ τὸ ἀποῦ καὶ ἀμπονὲ ἰδ. ἀφόταν.
Σημασιολογία
1) Ἀφ’ οὗ χρόνου, ἐξ ὅτου Ἤπ. Κίμωλ. Σίφν. κ.ἀ.: Ἀφοῦ ἦβγε ἀπὸ τὴν θάλασσα, πολεμᾷ ἐπαδὰ (ἀφότου ἔπαυσε νὰ ναυτίλλεται, ἐργάζεται ἐδῶ) Κίμωλ. Ἀφοῦ ἠπαντρεύτηκε, ’ὲν ἠπῆα πεˬὰ ᾿ς τὸ σπίτι του Σίφν. Ἀφοῦ ἠζοῦσε ἀκόμη ἡ γυναῖκα μου, σαράντα χρόνιˬα θά ’ναι αὐτόθ. 2) Ἀπὸ τὸν χρόνον καθ’ ὃν ἔγινε ἢ θὰ γίνῃ τι, ἀπὸ τὴν στιγμὴν ποῦ, μετὰ ποῦ κοιν.: Ἀφοῦ ἔφαγε, ἔπεσε νὰ κοιμηθῇ. Ἀφοῦ τέλε͜ιωσε τὴ δουλε͜ιά του, δὲν κάνει πεὰ τίποτε. Ἀφοῦ πέρασε, τότε τὸν κατάλαβε. Ἀφοῦ ἔφυγε, τότε ἔφτασα καὶ δὲν τὸν εἶδα. Ἀφοῦ θὰ σκολάσῃς, νά ’ρθῃς νὰ μὲ βρῇς κοιν. Ἀφὸ περάσανε δυὸ τρεῖς μέρες, ἐσκέφτηκε πῶς πρέπει νὰ δουλεύγῃ Ἀπύρανθ. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Πβ. Στράβ. 13,1,54 «τοῖς δ᾽ ὕστερον, ἀφοῦ τὰ βιβλία ταῦτα προῆλθεν, ἄμεινον... ἐκείνων φιλοσοφεῖν». β) Ὅταν Θρᾴκ. (Αἶν. Καλλίπ.) Κίμωλ. Λέσβ. κ.ἀ.: ’Φόνου τοὺν εἶδι ἡ δράκους͵ θάμαξι (ἐκ παραμυθ.) Αἶν. ’Φόνους ξύπνισι, ἦταν ἡ γήλιˬους βγαλμένους (ἐκ παραμυθ.) αὐτόθ. || Παροιμ. Ἀφοῦ bρέπει νὰ βρέξ’, δὲ βρέχ’ κὶ τοὺ Μάι δρουσουλουγᾷ (ἐπὶ τοῦ ἀκαίρως γινομένου) Λέσβ. Ἡ σημ. καὶ μεσν Πβ. Χρον. Μορ στ. 149 Ρ (ἔκδ. JSchmitt) «κι ἀφὸν ἀπεχωρίστησαν, ’ς τοὺς τόπους των ἀπῆλθον». 3) ᾿Εφόσον κοιν.: Ἀφοῦ δὲ θέλεις, δὲ μπορῶ νὰ σὲ βιˬάσω. Ἀφοῦ ἦρθα μέσ᾿ ’ς τὴν ὥρα, θἀ βοηθῆσω κ’ ἐγώ. Τί ρωτᾷς καὶ ξαναρωτᾷς, ἀφοῦ δὲ σ’ ἐνδιαφέρει; Τί θέλεις νὰ σοῦ πῶ, ἀφοῦ δὲν ξέρω τίποτε; κοιν. || Ἆσμ. Ἀμπονὲ σ᾿ εἶσαι ἡ μοῖρα μου, σ’ εἶσαι τὸ ριζικό μου, γιˬατί ἔκανες πλούσιο πολλὰ τὸν ἀδερφό μου; Αἴγιν. 4) Διότι, ἐπειδὴ κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ.): Ἀφοῦ τὸ θέλει, ἂς γίνῃ. Ἀφοῦ ἔκλεψε, θὰ τιμωρηθῇ. Ἀφοῦ ἐπιμένει, δὲ μπορῶ νὰ κάμω διαφορετικὰ κοιν. Πβ. ἀφόταν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA