γαριδολόγος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαριδολόγος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γαριδολόγος ὁ, ἐνιαχ. καριδολόγος Χίος-Λεξ. Βάιγ. Βλαστ. 311 γαριδαλὸς Προπ. (Κούταλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γαρίδα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -λόγος, περὶ ἧς ἰδ. Γ. Χατζιδ., Ἀθηνᾶ 22 (1910), 248. Ὁ τύπ. γαριδαλὸς ἐκ τοῦ γαριδολόγος>γαριδολόος>γαριδολός, κατ’ ἐπίδρασιν τοῦ γαρίδα. Ὁ τύπ. καριδολόγος καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Γαριδᾶς 1, ὃ ἰδ. ἔνθ’ ἀν. 2) Ὁ ἀσχολούμενος μὲ τήν ἁλιείαν γαρίδων ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA