ἀναγεμώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναγεμώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναγεμώνω ἀμάρτ. ἀναεμώνω Κάρπ. ἀνεεμώνων Κάρπ. ἀναγιˬομώνω ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,128.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. γεμώνω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.

Σημασιολογία

1) Μετβ. πληρῶ ἐκ νέου κενωθὲν τι Κάρπ.: ’Ανεέμωσι τὸ'χωνὶ τοῦ μύλου. 2) ’Αμβτ. πληροῦμαι, ἰδίᾳ ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν τῶν πληρουμένων δακρύων Κάρπ. -ΚΚρυστάλλ. ἔνθ᾽ἀν.: ᾿Ενεεμώσαν τὰ μάτια μου Κάρπ. Ἀναγιˬόμωσαν δάκρυα τὰ μάτιˬα τοῦ δόλιˬου Ἀρβανίτη ΚΚρυστάλλ. ἔνθ᾽ ἀν. Πβ. ἀναγεμίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/