γαριδούλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαριδούλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γαριδούλα ἡ, πολλαχ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γαρίδα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. –ούλα.
Σημασιολογία
Γαριδίτσα, ὃ ἰδ. πολλαχ.: Ἡ γαριδούλα ἡ ψιλὴ εἶναι τὸ καλύτερο δόλωμα γιὰ λυθρίνιˬα. Ἀθῆν. Σοῦ κάνω τὸ τραπέζι μὲ γαριδούλα ψιλὴ τηγανισμένη αὐτόθ. Ἤτανε Σαρακοστὴ κ᾿ ἐφάαμε κἄτι γαριδοῦλες πολὺ φρέσκες Κεφαλλ. - Τὰ δολώματα εἶναι λογιˬῶ-λογιˬῶ : γαριδοῦλες, σκουλήκι, ζυμωμένο ψωμοτύρι καὶ μικρόψαρα Κ. Μπαστ., Ἁλιευτ., 83.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA