ἀναγεννῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναγεννῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναγεννῶ λογ. σύνηθ. καί δημῶδ. Κρήτ. Χηλ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. άναγεννῶ.

Σημασιολογία

Φέρω ἐκ νέου εἰς φῶς, ἀναπλάττω ἔνθ᾽ ἀν.: ᾎσμ. Τὸ βλέμμα σου τὸ ἱλαρὀ, ὅπου κιˬ ἂ νὰ τὸ ρίξῃς, ἀναγεννε͜ιέται ἡ χαρὰ καὶ χάνεται ἠ θλῖψις. Χηλ. Συνών ξαναγεννῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/