ἀραιὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀραιὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀραιὸς ἐπίθ. λόγ. κοιν. ἀρα͜ιός κοιν. ἀραῖος Μέγαρ. ἀραῖöς Πόντ. (Τραπ.) ἀραῖο Ἀπουλ. (Καλημ.) Καλαβρ. (Μποβ.) ἀρίος Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) ἀρκὸς Κύπρ. ἀρὺς Εὔβ. (Κύμ. κ.ἀ.) Ἤπ. Θεσσ. Θήρ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. κ.ἀ.) Κεφαλλ. Κρήτ. (Βιάνν.) Κύθηρ. Κῶς Λυκ. (Λιβύσσ.) Μακεδ. (Μελέν.) Μέγαρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Ἀνδροῦσ. Ἀρκαδ. Λάκων. Λάστ. Μάν. Παππούλ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Ρόδ. Σάμ. Σιφν. Στερελλ. (Καλοσκοπ.) Σύμ. Σῦρ. κ.ἀ. Πληθ. ὀνομαστ. ἀροὶ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Σουφλ. κ.ἀ.) Θηλ. ἀρὲς Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Ουδ. ἀρὰ Κρήτ. (Βιάνν. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀραιός. Τὸ ἀραῖος διὰ τὸ θηλ. ἀραία, ἐν τούτῳ δὲ ἔγινεν ἡ μετακίνησις τοῦ τόνου κατ᾽ ἀναλογ. τῶν ἄλλων εἰς -έα θηλ. οἷον βαθέα, βαρέα, γλυκέα, παχέα κτλ. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἐπιστ. Ἐπετ. Πανεπ. 12 (1915/6) 15. Τὸ ἀρύς ἐκ τοῦ θηλ. ἀρα͜ιὰ κατὰ τὸ ἀντίστροφον σχῆμα βαρεὰ - βαρύς, παχεὰ - παχὺς κττ. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,249. Οἱ τύποι τοῦ πληθ. ἀροί, ἀρές, ἀρὰ ἀντὶ ἀρα͜ιοί, ἀρα͜ιές, ἀρα͜ιὰ ἐκ συστολῆς καὶ ἐξαφανισμοῦ τοῦ ἐν συνιζήσει ἐκφερομένου ἀσθενοῦς ι πρὸ τοῦ τονουμένου φθόγγου. Τὸ ἀρκὸς ἐκ τοῦ κατὰ συνίζησιν προφερομένου ἀρα͜ιός - ἀργιός, ἐν ᾧ τὸ ἡμίφωνον κατόπιν τοῦ ρ ἐτράπη εἰς κ ὑπερωικόν.

Σημασιολογία

Α) Ἐπιθετικ. 1) Ὁ ἔχων ἀραιὰ διαστήματα, ὁ ἀραιῶς διατεθειμένος (α) Τοπικῶς κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἀρα͜ιὰ γένε͜ια – δόντια - κουκκιὰ - μαλλιὰ - σκόρδα κττ. κοιν. Ἀρὺ καννάβι – κριθάρι - σιτάρι κττ. Ἀρὺ χτένι (τὸ ἔχον ἀραιοὺς ὀδόντας, διαλυστήρι). Ἀρὺ κόσκινο (τὸ ἔχον μεγάλας ὀπάς). Ἀρὺ πλέξιμο πολλαχ. Ἀρὺν χτέν’ Τραπ. Χαλδ κ.ἀ. Κόσμος ἀρὺς (ἄνθρωποι κατ᾿ ἀραιὰ διαστήματα ἱστάμενοι, παρουσιαζόμενοι κττ.) Σαρεκκλ. Ἀρὺς χορὸς (οὕτω λέγεται ὁ χορός, ὅταν τὰ μεταξὺ τῶν χορευτῶν διαστήματα εἷναι μεγάλα) Θρᾴκ. Ἀρὺν ποδάρι (ποὺς βαίνων κατὰ διαστήματα μεγάλα) Οἰν. Περνάει αὐτὸς ᾽ς τοὺ παζάρ’ μὲ τ’ ἀρα͜ιό κὶ περήφανου περπάτ’μα τ’ (ἀρα͜ιὸ περπάτ'μα = βάδισμα μὲ μεγάλους βηματισμοὺς) ΚΚρύστάλλ. Ἔργα 2,120. || Παροιμ. Ὃσο ἀρα͜ιὰ τὰ σκόρδα τόσο καὶ χοντρένουνε (ὅτι ἡ ἄνεσις καὶ ἡ ἐλευθερία κάμνουν τὸν ἄνθρωπο νὰ προοδεύῃ) πολλαχ. Τὰ βουμπάκια ᾽τ᾿ ἀρα͜ῖα εἶν᾽ (τὰ μπαμπάκια του εἶναι ἀραιά. Ἐπὶ ἠλιθίου) Χαλδ. Συνών. ἀνάρα͜ιος 1 (α), ἀρα͜ιολόγος 2, ἀντίθ. πυκνός. Ἤ ὁ ἔχων τὴν ὑφὴν ἀραιάν, ἐπὶ πλεκτῶν πραγμάτων καὶ ὑφασμάτων κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.): Ἀρα͜ιὸ παννὶ κοιν. Συνών. ἀγανὸς 3, ἀνάγλυκος 3, ἀναλυτός 2, ἀνάραιος 1 (α), ἁπαλὸς Α 3, ἀντίθ. κρουστός, πυκνός, σφιχτός. (β) Χρονικῶς σύνηθ. καὶ Ἀπουλ (Καλημ.): Ἀρα͜ιές ψιχάλες (ἀραιαὶ σταγόνες βροχῆς) σύνηθ. || Φρ. ’Σ τ᾿ ἀραῖα (σπανίως) Καλημ. || Παροιμ. Ἀρὺ ἀρὺ τὸ φίλημα νά ᾽χῃ καὶ νοστιμάδα (τὸ συχνάκις γινόμενον προξενεῖ κόρον) Κῶς Ἀρα͜ιὸ δίκα͜ιο δὲν ἐχάθη, μέ καιρὸ κρίν’ ὁ Θεὸς (βραδεῖα μέν, ἀλλ᾽ ἄφευκτος εἶναι ἡ ἀπόδοσις τῆς δικαιοσύνης καὶ ἡ τιμωρία τοῦ ἀδίκου ὑπὸ τῆς θείας προνοίας) Κρήτ. || ᾎσμ. Ἀρα͜ιὰ ἀραöιὰ τὰ ρίχνουνε οι κλέφτες τὰ τουφέκια (πυροβολοῦν κατ᾽ ἀραιὰ διαλείμματα) CFauriel Chants popul. 144. Συνών. ἀνάραöιος 1 (β). 2) Ὁ μὴ ὢν πολὺ πυκνός, ὁ διαφανὴς πως πολλαχ.: Ἀρα͜ιὰ σύννεφα πολλαχ. Τὸ σκοτάδι εἶχε ἀρχίσει νὰ πέφτῃ ἀρα͜ιό ἀρα͜ιό καὶ νὰ γεμίζῃ σιγὰ σιγὰ τὸν ἀέρα ΔΒουτυρ. Μέσ’ ᾿ς τούς ἀνθρωποφ. 98. 3) Σπάνιος Ἀπουλ.: Γνωμ. Πρᾶμα ἀραῖο, πρᾶμα ὥρα͜ιο. β) Τὸ οὐδ. ἀρὺ ἐπιρρηματ., σφόδρα ἀραιῶς, σπανιώτατα, πάντοτε ἐν περιφρ. μετὰ τοῦ κἄπου ἢ ποῦ Σίφν.: Ἀρὺ καὶ κἄπου ἔρχεται καὶ μᾶς βλέπει. Τέτο͜ιο παιδὶ ἀρὺ καὶ ποῦ νὰ λάχῃ νὰ βρεθῇ. 4) Ὁ ἔχων ἀραιὰν τὴν σύστασιν, ὑδαρὴς πολλαχ.: Ἀρα͜ιὸς καφὲς (συνών. ἀλαφρός 2 β, ἀντίθ. βαρύς). Ἀρα͜ιὰ σούππα. Ἀρα͜ιό γάλα - ζουμὶ κττ. πολλαχ. Ἀρὺς πηλὸς Σῦρ. Συνών. ἀνάρα͜ιος 2, ἀρα͜ιουλλός, νερουλλός, ἀντίθ. πηχτός. 5)Βραδὺς Ρόδ. Ὁ δεῖνα εἶναι ἀρὺς ᾿ς τὴ δουλε͜ιά του. Β) Οὐδ. οὐσ. 1) Ὑπό τὸν τύπ. ἀρκόν, κόσκινον μὲ μεγάλας ὀπὰς Κύπρ.: Γύρεψε ’πὸ τὴν γειτόνισσαν τὸ ἀρκὸν της νὰ κοσκινίσωμεν τὸ σιτάριν. Συνών. ἀρα͜ιολογι 1, ἀρα͜ιολόγος 1. 2) Παιδιὰ καθ᾿ ἣν εἰς μέρος τι τοποθετεῖται νόμισμα καὶ οἱ παῖκται κατὰ σειρὰν ρίπτουν λίθους πρὸς αὐτό, ὅποιου δὲ ὁ λίθος πλησιάζει περισσότερον πρὸς αὐτό, ἐκεῖνος τὸ λαμβάνει Κύθηρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/