βοδῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βοδῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βοδῶ ἀμάρτ. βουδῶ Σύμ. Μέσ. βουδε͜ιοῦμαι Σύμ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. εὐοδῶ=ἔχω ἐλευθέραν ὁδόν.

Σημασιολογία

1) Βλέπῶ: ’Ѐν βουδῶ καλά. 2) Μέσ. κινοῦμαι: Ἔν βουδε͜ιέται καθόλου (εἶναι δυσκίνητος).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/