ἀφούρνιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφούρνιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀφούρνιστος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.) ἀφούρνιστους βόρ. ἰδιώμ. ἀφούρνιγος πολλαχ. ἀφούρνιγους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *φουρνιστὸς < φουρνίζω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ εἰσαχθεὶς εἰς τὸν φοῦρνον εἴτε πρὸς ὄπτησιν εἴτε πρὸς ἀποξήρανσιν ἔνθ' ἀν.: Ἀφούρνιστο κουκούλλι - σῦκο - ψωμὶ κττ. Ἀφούρνιστη σταφίδα κοιν. Ἀντίθ. φουρνισμένος (ἰδ. φουρνίζω).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/