ἀφουρτούνιˬαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφουρτούνιˬαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀφουρτούνιˬαστος ἐπίθ. πολλαχ. ἀφουρτούνστος Πόντ. (Κερασ.) ἀφουρτούνχτος Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *φουρτουνιˬαστὸς < φουρτουνιˬάζω.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Ὁ μὴ ἔχων τρικυμίαν, ἤρεμος, γαλήνιος, ἐπὶ θαλάσσης πολλαχ.: Ἀφουρτούνιˬαστη θάλασσα πολλαχ. Ἀντίθ. φουρτουνιˬασμένος (ἰδ. φουρτουνιˬάζω). β) Ὁ μὴ θυελλώδης Λεξ. Δημητρ.: Καιρὸς ἀφουρτούνιαστος. γ) Ὁ μὴ ὑποστὰς τρικυμίαν Πόντ. (Κερασ.) 2) Ὁ μὴ προξενῶν τρικυμίαν, ἐπὶ ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως καὶ ἀνέμου Λεξ. Δημητρ.: Ὁ σιρόκκος ’ς τὰ μέρη μας εἶναι ἀφουρτούνιˬαστος. Β) Μεταφ. 1) Ὁ μὴ ἔχων δυστυχίαν, θλίψεις καὶ ταλαιπωρίας Λεξ. Δημητρ. : Ζωὴ ἀφουρτούνιˬαστη. Ἀντίθ. φουρτουνιˬασμένος (ἰδ. φουρτουνιˬάζω). 2) Ὁ μὴ δυστυχήσας, ὁ μὴ δυστυχῶν Λεξ. Δημητρ.: Ἀφουρτούνιˬαστοι περάσαμε τὰ πρῶτα μας χρόνιˬα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA