γαρίλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαρίλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γαρίλα ἡ, Πάρ.-Λεξ. Δημητρ. γαρίλ-λα Κύπρ. (᾿Αμόχ. κ.ἀ) γκαρίλα Ἤπ. (Κόνιτσ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γάρος, παρ’ ὃ καὶ γκάρος, καὶ τῆς καταλ. -ίλα.
Σημασιολογία
1) Ὁ ρύπος τῶν ἐνδυμάτων Λεξ. Δημητρ. Συνών. γαριˬά. 2) Ἡ κατὰ τὰς γωνίας τοῦ κανθοῦ τῶν ὀφθαλμῶν σχηματιζομένη μικρὰ ποσότης λιπώδους ἐκκρίματος, ἡ λήμη τῶν ὀφθαλμῶν Κύπρ. (᾿Αμμόχ. κ.ἀ.) Πάρ.: Εἶντα γαρίλ-λες ἔχεις ’ς τ’ ἀμ-μάδκιˬα σου; ’Αμμόχ. Συνών. τσίμπλα. 3) ᾿Επὶ ὕδατος ἢ ἄλλου ὑγροῦ, ἐλαχίστη ποσότης, σταγὼν Κύπρ. (᾿Αμμόχ. ): Τοῦτος ὁ λάκκος ’έν ἔει γαρίλ-λα ν-νερόν. Συνών. βρόχος (ΙΙΙ), γαρίδα 1, γαρισιˬά, κόμπος, σταγόνα, στάλα, σταλαματιˬά, σταλιˬά, σταξιˬά. Πβ. γαρίζω 6. 3) ’Επιρρ., ἐντόνως μελανοῦ χρώματος ᾿΄Ηπ. (Κόνιτσ.) : Μαῦρος, γκαρίλα! Συνών. μαυρίλα, πίσσα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA