ἀναγιˬών-νω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναγιˬών-νω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναγιˬών-νω Κύπρ. ἀναγιˬών-νου Λυκ. (Λιβύσσ.) Μετοχ. ἀναγιˬούμενος Κύπρ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἀναγιˬώνω, τοῦ ὁποίου τὸ β’ συνθετ. γιˬώνω ἐκ τοῦ υἱός. Πβ. Μαχαιρ. 1,10 (ἔκδ. RDawkins) «δύο παιδίοι ἦσαν ἀπὸ μίαν χώραν καὶ ἀναγιώθησαν ἀντάμα». Ἡ μετοχ. ἀναγιˬούμενος ἀντὶ ἀναγιˬωμένος. Πβ. ΣΜενάρδ ἐν ’Αθηνᾷ 37 (1925) 67.
Σημασιολογία
1) ’Ανατρέφω, ἐκτρέφω, συνήθως ἐπὶ παίδων, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ φυτῶν καὶ ζῴων ἔνθ’ ἀν. : Ἐγιˬώ τὸν ἀνάγιˬωσα ταί σήμ-μερα κάμνει μου τόσα κακὰ Κύπρ. ᾿Αναγιˬώθηκα εἰς τοῦτον τὸ χωρκὸν αὐτόθ. ‖ Παροιμ. ’Ανάγιˬωσε τὸν κολο͜ιὸν νὰ βκάλῃ τ᾽ ἀμ-μάδκιˬα σου (ἐπὶ ἀγνώμονας) αὐτόθ. ‖ ᾎμ. ᾿Εγιˬώ ’μαι ποῦ σ’ ἐγέννησα τιˬ ἄλλη θὰ σ’ ἀναγιˬώσῃ αὐτόθ. Μέ τοὺς καμοὺς μ᾿ ἐσπείρασιν τ’ οἱ πλῆξες μ᾽ ἀναγιˬώσαν αὐτόθ. Συνών. ἀναθρέφω, ἀνακαθίζω, ἀναστένω, μεγαλώνω, παιδοκομῶ. Ἡ μετοχ. ἀναγιˬούμενος =ὁ σωματικῶς ἀνεπτυγμένος Κύπρ. 2) Δίδω ἀνατροφήν, διαπαιδαγωγῶ Κύπρ.: Ἀνάγιˬωσεν καλὰ τὰ παιδκιˬά της. Παροιμ. Χωρκάτην ἀναγιˬών-νεις; κατσόοιρον μερών-νεις (δύσκολον νὰ ἑκπολιτισθῆ τελείως ὁ χωρικὸς, ὅσον δύσκολον εἶναι νὰ ἐξημερωθῇ ὀ ἀκανθόχοιρος).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA