ἀναγκάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναγκάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναγκάζω κοιν. καὶ Καππ. (Σίλ.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) ἀναγκάζου βόρ. ἰδιώμ. καὶ Τσακων. ἀναgάζω πολλαχ. ἀναgάτζω Σύμ. ἀγκάσ-σου Εὔβ. ( Κονίστρ.) ἀνεgάζω ’Ανδρ. (Κόρθ) Α.Κρήτ. Μύκ. Νάξ. κ.ἀ. ἀνιgάζου Ἴμβρ. Μακεδ. (Χαλκιδ.) Σάμ. Σαμοθρ. κ. ἀ. ᾿ναγκάζω Ροδ ’ναgάζω Κρήτ (Σητ.) ᾽ναgάτζω Σύμ. ’νεγκάζω Πόντ (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κἀ) ᾿νεgάζω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Α.Κρήτ. ᾽νεgάζ-ζω Σύμ. ’νεξάτζω Σύμ. 'νιgἀζου Θρᾴκ. (’Αδριανοὐπ.) Μακεδ. (Χαλκιδ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀναγκάζω. Ὁ τύπ. ἀνεgάζω ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἀνεγκάζω, ὅπερ καὶ ἐν ’Επαίν. Γυναικ. 381,208 (ἔκδ. ΚΚrumbacher). Περὶ τοῦ τύπ. ἀγκάσ-σου ἰδ. ΦΚουκουλ. ἑν ᾽Αθηνᾶ. 43 (1931) 72.
Σημασιολογία
Α) Μετβ. 1) Βιάζω τινὰ νὰ κάμῃ τι, παροτρύνω, ἐξαναγκάζω κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. κ. ἀ.) Τσακων.: Τὸν ἀνάγκασαν νἀ ἔρθῃ-νὰ φύγῃ. Μὴ μὲ ἀναγκάζῃς νὰ πῶ λόγιˬα ποῦ δὲν πρέπει. ’Αναγκάστηκα νὰ τὸ κάμω κοιν. Μὴ ᾿νεgάζ᾽ς τὸν ἄνθρωπο Θρᾴκ.(Σαρεκκλ.) Φταίβ'ς ι’σὺ π᾿ μ᾽ ἀνέgασις (φταίβ’ς=πταίεις) Ἴμβρ. Μὴ μ᾿ ἀναγκάσερε νά ναθοῦ ἐχτρἐ ντι (μὴ μ’ ἀναγκάσῃς νὰ γίνω ἐχθρός σου) Τσακων. 2) ’Ερεθίζω, παροξύνω, διεγείρω, συνήθως κύνα κατά τινος Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.) Πελοπν. (Λάστ. Μεσσ. ᾽Ολυμπ.) Σαμ. ’Αναγκάζει τά σκυλλιˬὰ νὰ μὲ φάνε Λάστ. Ἀναγκάσε τά σκυλλιˬὰ νἀ πιαστοῦν Μεσς. Μὴν ἀνιgάζ’ς τοὺ σκύλλου νἀ δαgώσ’ τοὺ πιδἱ Σάμ. Συνών. ἀγγρίζω 1, ἀναγγρίζω 1, ἀναγριώνω. 3) Πιέζω, ἐνοχλῶ, στενοχωρῶ Ἤπ. Θηρ. Πόντ.(Κερασ. Οἰν.) Σάμ Σύμ. Σῦρ.: Ψὲς μ᾽ ἀνάγκασε ὁ πόνος ᾿Ηπ. ᾿Ετελέθαν τἀ παράδας -ι-μ᾿ καί ἀναγκάσκουμαι Κερασ. Ἔφαγα πολλὰ κιˬ ἀτὠρᾳ ἀναγκάσκομαι Οἰν. 4) Παροργίζω, ἐξοργίζω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Κρήτ. Κύθηρ. Μύκ. Νάξ: Ἅμα μἐ ἀναgάσουνε, ἀραδιˬάζω ἔνα σωρὸ εὐκὲς (εὐφημητ. ἀντὶ κατάρες) Νάξ. Μὲ ᾽νεgάζετε, μωρέ, διˬαόλου γιοὶ Σαρεκκλ. Ἀνεgάζομαι κ’ ἐγὼ καὶ τόνε δέρνω ὥστε ποῦ σήκωνε Α. Κρήτ. 5) Ἐπισπεύδω, ἐπιταχύνω Ἤπ. κ. ἀ.: ᾿Ανάγκασε τὴ δουλε͜ιά σου. Ἡ σημ.. καὶ μεσν. 6)’Αναζωπυρῶ, συνδαυλίζω, ἐπὶ πυρός Α.Ρουμελ.(Καρ.) Ἤπ. Μακεδ. (Βελβ. Καστορ. Νάουσ. Χαλκιδ.) Πελοπν.(Βυτίν.): ’Αναγκάζω τὴ φωτιὰ. Ἤπ. ᾿Ανάγκασε τὀ φοῦρνο Καρ. Συνων. ἀνακαρὠνω (ΙΙ), ἀνακατεύω, ἀνακατώνω, συνταυλίχζω. 7) Προξενῶ εἴς τινα κόπον, καταπονῶ Ποντ. (Σαντ. Τραπ. Χαλδ.) :Ἐνέγκασε με ἀοῦτο ἡ δουλεία Τραπ. Ἐπορπάτεσα κ’ἐνεγκάστα αὐτόθ. Συνών. κουράζω. Β) Ἀμτβ. 1) Ἐνεργ. Καί μές. Σπεύδω, βιάζομαι, Ἤπ. Θρᾴκ. (Βιζ. Γέν. Καλαμ. Μυριοφ. Σαρεκκλ.) Καππ. (Σιλλ.) Κύπρ. Μακεδ. (Καστορ.) Πελοπν. (Αἴγ. Ἀρκαδ. Βούρβουρ. Βυτίν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) σύμ. Σῦρ.:Πρέπει ν’ἀναγκάσωμε, γιατίˬ θα βρέξῃ Βυτίν. Ἀνάγκασε, γιατίˬ δέν ἔχουμε καιρό Αἴγ. Ἀνάγκσε λιγάκι (ἐπιτάχυνον τὸ βῆμα σου) Ἤπ. Γιατίˬ ‘νεgάζεσαι τόσο; Σαρεκκλ. Γιˬά ἀναγκάστι νὰ τιλε͜ιώνουμι Αἰτωλ. Συνών. Βιάζομαι (ἰδ. βιˬάζω) 2) Ἀναστενάζω Ρόδ.; ΄Νάγκασα ὥσπου νὰ σηκώσω τὸ ἄλεσμα. Αὐτή ἡ γκαστρωμένη ‘ναγκάζει. Συνών. Βογγῶ. Μετοχ. 1) ’Εξωργισμένος Κρήτ.(Σητ.): ἮρΘε ΄ναgασμένος καὶ παρὰ λίγο νἀ μᾶσε δείρῃ. ’Ναgασμένος εἶναι, μόνο μὴ dοῦ μιλῆτε. Συνών. Θυμωμένος (ἰδ. θυμώνω). 2) Προσβεβλημένος ὑπὸ νευρικοῦ νοσήματος Α.Κρήτ.: Δὲν τόνε θέλει ἡ κωπελλιˬά, γιˬατ᾿ εἶναι ἀνεgασμένος. Πβ. ἀναγκεμένος (ἰδ. ἀναγκεύω), ἀναγκιˬάρις, ἀναγκιˬασμένος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA