ἀρα͜ιοστάλαχτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρα͜ιοστάλαχτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀρα͜ιοστάλαχτος ἐπίθ. Λεξ. Δημητρ. (λ. ἀριοστάλαχτος)͵ ὀρα͜ιοστάλαχτος Κεφαλλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀραιὰ καὶ τοῦ ἐπιθ. σταλαχτὸς < σταλάζω.
Σημασιολογία
Ὁ σταλάζων κατ᾿ ἀραιὰ διαστήματα: Δάκρυα ἀρα͜ιοστάλαχτα Λεξ. Δημητρ. || ᾎσμ. Καὶ γεύομαι τὸ gουρνιˬαχτό, δειπνάω ἀπὸ τὸ χῶμα καὶ πίνω τ᾽ ὀρα͜ιοστάλαχτο τσῆ πλάκας τὸ φαρμάκι Κεφαλλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA