βοηθὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βοηθὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βοηθὸς ἐπίθ. κοιν. βουηθὸς βόρ. ἰδιώμ. βουηˬθὸς Κρήτ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. βοηθός.
Σημασιολογία
1) Ὁ παρέχων βοήθειαν, ἀρωγὸς κοιν.: Φρ. Ὁ Θεὸς βοηθὸς (ἐκ τοῦ πληρεστέρου «ὁ Θεὸς εἴη βοηθός») κοιν. ‖ ᾎσμ. Καὶ τὴν εὐχη μου νά ’χετε καὶ τὸ Θεὸ βοηθό σας Κρήτ. (Σφακ.) 2) Ὁ ἱκανὸς μόνον διὰ βοηθητικὰς ἐργασίας, ἐπὶ μαθητευομένου τεχνίτου κοιν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA