βόθα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βόθα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βόθα ἡ, Πόντ. (Κερασ. Κρώμν. Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἀγνώστου ἐτύμου.
Σημασιολογία
1) Εἴδος δακτυλιολίθου σχήματος τριγωνικοῦ φέροντος δώδεκα μικροὺς ποικιλοχρώμους λίθους Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.): ᾎσμ. Ἀφίνω σε χρυσὸν σταυρὸν καὶ βόθαν δαχτυλίδιν (δηλ. δακτυλίδι μὲ βόθαν) ἔνθ᾽ ἀν. 2) Ἀργυροῦν ψέλιον φέρον ἐξηρτημένα δι’ ἁλύσεων ἀργυρᾶ δακτυλίδια Πόντ. (Κερασ.) 3) Δερματίνη δακτυλήθρα τοῦ λιχανοῦ τῆς ἀριστερᾶς χειρός, τὴν ὁποίαν φοροῦν αἱ γυναῖκες, ὅταν πλέκουν Πόντ. (Κρώμν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA