βοθρίκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βοθρίκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστκό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βοθρίκι τό, βοθρίγκι Χίος

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βόθρος ἢ βοθρὶ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίκι. Περὶ τῆς ἀναπτύξεως ἐρρίνου εἰς τὸν τύπον βοθρίγκι ἰδ. ΦΚουκουλ. ἐν Ἀθηνᾷ 49 (1939) 79 κἑξ.

Σημασιολογία

Βοθρὶ 1γ, ὃ ἰδ. Πβ. βόθρος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/