ἀναγκασίος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναγκασίος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀναγκασίος ὁ,᾽νεγκασίος Πόντ. (᾿Αμισ. Χαλδ. κ.ἀ)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναγκάζω. Περὶ τῆς καταλ. -ίος ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν ’Επιστ. ’Επετ. Πανεπ. 8 (1911|2) 6.

Σημασιολογία

᾿Αναγκασιˬὰ Α2, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν. : ᾿Ας σὸν ᾿νεγκασίο μ᾿ ᾿κ᾽ ἐπόρεσα νὰ ἐκοιμούμ'νε (δὲν ἠδυνήθην νὰ κοιμηθῶ)’Αμισ. Χαλδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/