βόθυνας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βόθυνας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστκό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βόθυνας ὁ, Κέρκ. (᾽Αργυρᾶδ.) βόθονας Κέως Πάρ. Πελοπν. (Οἰν.) βόθουνας Εὔβ. (Στρόπον.) Ἤπ. Θεσσ. βούθουνας Ἤπ.-Λεξ. Βλαστ. 373 βούθ’νας Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀρτοτ.) βόθανους Θεσς. (Ἁλμυρ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Σάμ. βόθυνε Τσακων. βουθάνα ἡ, Β. Εὔβ. βόθυνο τό, Κῶς.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. βόθυνος. Τὸ βόθονας κατ’ ἀναλογικὴν ἐπίδρασιν τοῦ βόθρος.
Σημασιολογία
1)Βόθρος 1, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν. β) Βόθρος 1β, ὃ ἰδ.. Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀρτοτ.): Παροιμ. Τοὺ ρέμα κά’ ἀbέ’ κὶ τοὺ βόθανου βαρέ’ (ἐπί τερατολόγου) Σάμ. γ) Μικρὸς λάκκος ἐν ᾧ λιμνάζει ὕδωρ τῆς βροχῆς Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) 2) Τὸ μεταξὺ δύο λόφων βαθὺ μέρος Θεσσ. (Ἁλμυρ.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Βόθονας Εὔβ. Θήρ. Κρήτ. Μῆλ. Μύκ. Βούθουνας Ἀμοργ. Βοθόνοι Ἀμοργ. Κάλυμν. Χίος (Καρδάμ. Λιθ.) Βόθυνα ἡ, Κέρκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA