ἀναγκαστικὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναγκαστικὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀναγκαστικὸς ἐπίθ. λόγ. κοιν. καὶ δημῶδ. Κύθν. ἀνιgασ᾿κὸς Λεσβ. ᾽νεγκαστικὸς Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ.κ. ἀ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀναγκαστικός.

Σημασιολογία

1) Ὁ ὑπὸ τῆς ἀνάγκης ἢ τῆς βίας ἐπιβαλλόμενος λογ. κοιν.: Ἀναγκαστικὸ δάνειο. ᾿Αναγκαστικά ἔργα. Ἄναγκαστικὴ δουλε͜ιά 2) Ὁ δι᾿ ἐπιμονῆς ἐξαναγκάζων τινὰ Λεξ. Δημητρ. : Ἀναγκαστικὸς αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, σὲ ὕποχρεώνει καλὰ καὶ σώνει νὰ πιˬῇς 3) Βιαστικός, σπεύδων Κύθν. Λεσβ : Εἶναι πολὺ ἀναγκαστικός Κύθν. Συνων. ἀναγκαστός, βιˬαστικός, σπουδαχτικός. 4) Ὁ προξενῶν κόπον, κουραστικὸς Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ κ. ἀ) ᾿Νεγκαστικὸν δουλεία ἔν᾽ ατό ντὀ λές με νὰ ’φτάγω (κουραστικὴ ἐργασία εἶναι αὐτὴ ποῦ μοῦ λέγεις νὰ κάμω)Χαλδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/