ἀναγκαστικῶς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναγκαστικῶς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀναγκαστικῶς ἐπιρρ λογ κοιν.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπιρρ ἀναγκαστικῶς.

Σημασιολογία

Κατ’ ἀνάγκην, διὰ τῆς βίας: Ἀναγκαστικῶς θὰ μείνω, γιˬατί βρέχει ἔξω. Ἀναγκαστικῶς τό ἔκαμα. Συνων. ἰδ. ἐν λ. ἀναγκασιˬὰ Β 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/