βοιˬδάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βοιˬδάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστκό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βοιˬδάκι τό, κοιν. βουιˬδάκι Κρήτ. κ.ἀ. βουιˬδά’ βόρ. ἰδιώμ. βοδάκι πολλαχ. βουδάκι πολλαχ. βουδά’ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. βοδάτσι Μεγίστ. βουδάτσι Σῦρ. βογδάκι Κεφαλλ. βοάκι Ρόδ. βουάκι Κάρπ. βουάτσι Χίος βουδάι Καλαβρ. (Μπόβ.)
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. βόιˬδι. Τύπ. βοδάκιν καὶ μεσν. Πβ. Διήγ. παιδιόφρ. στ. 591 (ἔκδ. GWagner σ. 161) «ὡσὰν ἐσὲν κακότυχον, μωρόλαλον βοδάκιν».
Σημασιολογία
1)Μικρὸς βοῦς κοιν. Συνών. βοιˬδέλλι, βοιˬδόπουλλο, βοιˬδούδι, βοιˬδούλλι. 2) Βόιˬδακας 2, ὃ ἰδ., κοιν. 3) Πληθ. βουιˬδάκιˬα, παιδιὰ καθ’ ἣν τὰ μέλη τῆς ἡττημένης ὁμάδος δέχονται εἰς τὴν ράχιν των τὰ μέλη τῆς νικητρίας Σάμ. 4) Τὸ ἔντομον μηλολόνθη ἡ κοινὴ (melolontha vulgaris) Ἄνδρ. Κύθν. Ἡ λ. ὑπὸ τοὺς τύπ. Βουάκι καὶ Βουάτσι καὶ ὡς τοπων. Κάρπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA