ἀναγκαστὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναγκαστὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀναγκαστὸς ἐπίθ. Κύπρ. ἀναgαστὸς Σύμ. ἀνηγκαστός Κύπρ. ἀνηgαστὸς Συνών. ᾽νεgαστoς Σύμ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπιθ. ἀναγκαστὸς=ὁ ὑπ’ ἀνάγκης πράττων τι.
Σημασιολογία
Ὁ ἐν σπουδῇ πράττων τι, ὁ ἐπειγόμενος, βιαστικὸς ἔνθ’ ἀν. : Ρέσ-σει ἀνηγκαστὸς (ρέσ-σει=περνᾷ) Κύπρ. ‖ Παροιμ. Ἡ -ύλλα ἡ ἀναγκαστὴ στραβὰ κουλούτιˬα κάμνει (τὰ ἐν σπουδῇ γινόμενα ἔργα εἶναι ἀτελῆ) αὐτόθ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Μαχαιρ. (ἔκδ. RDawkins) 1,34 «θωρῶντα πῶς ἔρχουνταν ἀναγκαστοὶ ἐφοβήθην. Συνών ἀναγκαστικός 3, βιˬαστικός, σπουδαχτικός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA