ἀφράλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφράλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀφράλα ἡ, Ζάκ. Ἤπ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Ὀλυμπ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἀφρὸς καὶ ἅλας.

Σημασιολογία

Τὸ λευκότατον καὶ λίαν εὔθρυπτον ἅλας προερχόμενον ἐξ ἐξατμίσεως θαλασσίου ὕδατος εἰς κοιλώματα πετρωδῶν αἰγιαλῶν. Συνών. ἀλατάρμη 2, ἁλοσάχνη 1, ἀλυκή 2, ἁλυκιˬὰ 2, ἀρὸς 3, ἀφράλατο, ἀφρίλα, ἀφρῖνα, ἀφριτάρι, ἀφρίτης 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/