ἀρα͜ίωμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρα͜ίωμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀρα͜ίωμα τό. λόγ. σύνηθ. ἄρα͜ιωμα πολλαχ. ἄρα͜ιουμα Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. οὐσ ἀραίωμα.

Σημασιολογία

1) Ἀραίωσις πραγμάτων λόγ. σύνηθ.: Τὰ θρανία - οἱ καρέκλες θέλουν ἀραίωμα. Συνών. ἀνάρα͜ιεμα , ἀνάρα͜ιωμα, ἀναρα͜͜ιωματάδα 1, ἄρα͜ιεμα 2) Ἐν τῇ τυπογραφίᾳ τὸ μεταξὺ λέξεων ἤ γραμμάτων λέξεως πρὸς ἀραίωσιν τιθέμενον ἰδιαίτερον στοιχεῖον, διάστημα ἄλλως καλούμενον σύνηθ. Πβ. διάστιχο. 3)Ἐν τῇ ναυτικῇ γλώσσῃ τὸ μεταξὺ ἐγκοιλίων πλοίου κενὸν διάστημα ΛΠαλάσκ. Ὀνοματολ. 4. 4) Πληθ., τὰ κατὰ τὴν ἀραίωσιν σπαρτῶν ἐκριζούμενα καὶ ἀπορριπτόμενα ἄχρηστα φυτὰ Ἤπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/