ἀναγκεμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναγκεμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀναγκεμὸς ὁ, Ἤπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀναγκεύω.
Σημασιολογία
Ἀνάγκεμα, ὃ ἰδ. : Ἔχει ἀνάγκη κιˬ ἆναγκεμό. ‖ Φρ. Ἀναγκεμός κιˬ ἀνάγκη! (ἀρά).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA