ἀναγκερὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναγκερὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀναγκερὸς ἐπίθ. (Ν.Ἑστ. 5 (1929) 332) -Λεξ. Δημητρ. ἀναγκιρὸς Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀνάγκη καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ερός.

Σημασιολογία

1)Ὁ πλήρης ἀνάγκης, ὁ δεόμενός τινος (Ν.Ἑστ. ἔνθ’ ἀν.): Ὅπο͜ια δουλεύει τὴν ἥμέρα μοναχά, ἣ δὲ θὰ προφτάσῃ νὰ τελειώσῃ το βηλάρι της ἤ δὲ θὰ δώσῃ χέρι ᾽ς τοι᾽ς ἀναγκερὲς ἐργασίες τοῦ σπιτιˬοῦ της. 2) Ὁ ἔχων ἀνάγκην πολλῆς δαπάνης Λεξ. Δημητρ.: ’Αναγκερὰ εἶναι τὰ παιδιˬά, θέλουν καλοφάγει, ντύσιμο, σπούδαγμα. 3) Ὁ λίαν πτωχός, ἐνδεὴς Λεξ. Δημητρ. : Παροιμ. Τοῦ ἀναγκεροῦ τὸ πεσκέσι δὲν εἶναι γιὰ χόρτασι (τὰ ἐξ εὐτελῶν προερχόμενα εἶναι ὁμοίως εὐτελῆ). 4) Ἄγονος, ἄφορος Λεξ. Δημητρ.: ᾿Αναγκερά ἀμπέλιˬα-περιβόλιˬα-χωράφιˬα. ᾿Ανάγκερό τὸ νησί μας, τὸ πεˬό πολὺ σ᾿τάρι τό φέρνομε ἀπέξω. 5) ᾿Επιβλαβὴς Στερελλ. (Αἰτωλ.): Κιρὸς ἀναγκιρός. Τὸ πιπό᾿ εἶν᾿ ἀναγκιρό ᾿ς τοὺ στουμά’. Μην τρώς ἀλατ’σμε’να χέλυˬα, εἶνι ἀναγκιρὸ φαεῖ. Σὶ βά’ οὑ πειρασμὸς κι᾽ τρώς οὕλου ἀναγκιρά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/