ἀναγκεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναγκεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναgεύγω Νάξ.(Ἀπύρανθ. Κορων.) ἀναgεύου Σαμοθρ. Μες. ἀναγκεύομαι Κέρκ. (᾿Αργυρᾶδ.) ἀναγκεύουμι Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θρᾴκ. (Νεοχώρ. Περίστασ.) ἀνεgεύομαι Κρήτ (Σητ.) Μετοχ. ἀναγκεμένος Κύθηρ. Ρόδ. ἀναgεμένος ᾿΄Ανδρ. ἀναντζεμένος Κύπρ. ἀνατζεμένος Σκῦρ. ἀναγκιμένους Στερελλ.(Αἰτωλ.) ἀνεgεμένος Θήρ. Α.Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀνάγκη.
Σημασιολογία
Α) Ενεργ. 1) Εἶμαι ἀναγκαῖος εἴς τινα Μακεδ. Πελοπν. Σαμοθρ.: Δὲ bουλιˬῶ νὰ σι᾿ δώσου τοὺ ζῶ, γιατὶ μ’ ἀναgεύ’ κ᾽ ἐμένα (bουλιˬῶ = μπορῶ) Σαμοθρ. ‖ Γνωμ Τὸ πρᾶμα ποῦ σοῦ ἀναγκεὐει ἐσένα τοῦ γειτόνου σου μὴν τὸ δώσῃς Πελοπν. 2) κάμνω νὰ ὑπάρχῃ ἀνάγκη, ἔλλειψίς τινος, καταναλίσκω, ἐξαντλῶ Μακεδ.: Ἀνάγκιψι τὰ χόρτα (δὲν ἀφῆκε χόρτα, τὰ ἔφαγε ὅλα). 3) Ἐνοχλῶ, βασανίζω Νάξ. (Κορων.) Πελοπν. (Βούρβουρ. Λακων.): ᾿Απόψε μὲ ἀνάγκεψε ὁ πόνος καὶ δὲ μ’ ἄφηκε νὰ κοιμηθῶ Βούρβουρ. Θὰ μὲ ἀνεορέψῃ και᾿ θὰ μ’ ἀναgεύγῃ νὰ μοῦ πῇ πῶς εἶμαι καbούρης (ἀνεορέψῃ=ἀναγορεύσῃ, κακολογήσῃ) Κορων. 4) κτυπῶ τινα καθιστῶν αὐτὸν ἐπὶ μακρὸν χρόνον ἀσθενῆ Ζακ Κεφαλλ.: ᾿Αφοῦ τὸ ἀλάλιˬασε καὶ τὸ ἀνάgεψε, ᾿ς τὸ ὕστερο τὀ ἔσκότωσε Κεφαλλ. 5) Μολύνων καθιστῶ νοσηρὸν Κεφαλλ.: Ἀναgεύουνε τὸν τόπο. Β) Μες. 1) Εὑρίσκομαι εἰς ἀνάγκην, ἀναγκάζομαι Θρᾴκ. (Νεοχώρ.Περίστασ.): ’Αναγκεύτ’κε νὰ κάμῃ αὐτό. 2) Εὑρίσκομαι εἰς στενοχωρίαν, δυσανασχετῶ, ἀδημονῶ Ζακ ’΄Ηπ. (Ζαγόρ. κ. ἀ.): Δὲν ἔλαβα κἀνένα γράμμα κιˬ ἀναγκεύουμι Ζαγόρ. 3) Προσβάλλομαι ὑπὸ νόσου σοβαρᾶς Ἤπ. Κεφαλλ.: Δὲ ξέρω τι’ ἔπαθε κι ἀναgεὑτηκε μὲ τὴ παιdρε͜ιὰ πὄκαμε Κεφαλλ. Συνών. ἀναγκιώνω 1. 4) Κυριεύομαι ὑπὸ δαιμόνων, παραφρονῶ Κέρκ. (᾿Αργυρᾶδ.) Κρήτ. (Σητ.): Ξέρω κ’ ἐγὼ τι’ ἔπαθε; ἀναγκεύτηκε ὠς φαίνεται ᾿Αργυρᾶδ. Ἐνεγκεύτηκεν ἡ κακομοῖρα καὶ βλαστημᾷ Θεούς, Παναγίες, καί δέ θέλει να πάη’ς τὴν ἐκκλησὰ Σητ. Μετοχ 1) Ὁ πιεζόμενος ὑπὸ ἀναγκῶν, ἐνδεὴς Θήρ. Κύθηρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν (Λάκων) Αὐτὸς θεϊκειά gατάρα ΄χει, ὅλο φτωχὸς εἶναι, ὅλο ἀναgεμένος Ἀπύρανθ. β) Ἄθλιος, ἐλεεινὸς Ἤπ. (Ζαγόρ.): ᾎσμ. Μᾶς ἧρθι κιˬ ὁ φτινόπουρους πικρὸς κέ ἀναγκιμένους. 2) Βιαστικός, ἐπείγων Σκῦρ Χασομερήσαμε, γιατ’ ἔτυχε ἄλλη δ᾽λε͜ιά ἀνατζεμένη. 3) Ὁ προσβεβλημένος ὑπὸ σοβαρᾶς ἀσθενείας Ἄνδρ. Ἤπ. Κρήτ. Κύπρ. Μακεδ (Καστορ) Στερελλ (Αἰτωλ.) Ροδ. Ἄναgεμέν’ εἶν᾽ ἡ κακομοῖρα καὶ φοβοῦμαι πῶς ἐτσὰ ποῦ πάει θὰ ’ποθάνῃ Κρήτ. ’Σ τὸν ἅι - Παντελεήμοναν εἶδα πολλοὺς ἀναντεμένους Κυπρ Τὰ πρόβατα - τά γίδια εἶνι ἀναγκιμένα φέτου Αἰτωλ. ‖ Φρ. Ἀναγκιμένε! (λέγεται ὑβριστικῶς) Ἤ Καστορ. ‖ ᾎσμ. Ἀπόμεινε ᾿ς τὸ σπίτι της κακὰ κιˬ ἀναγκεμένη Ἤπ. 4) Ὁ κατεχόμενος ὑπὸ δαιμόνων᾽ παράφρων, φρενοβλαβὴς Κέρκ. (᾿Αργυρᾶδ.) Κρήτ. : Μωρὴ ἀναγκεμένη, τι’ ’ν᾿ αὐτὰ ποῦ κάνεις ; ᾿Αργυρᾶδ. Ἔ, τὸν ἀναgεμε’νο, ἔκαμέ μας ἄνω κάτω! Κρήτ. Πβ. ἀναγκασμένος (ἰδ. ἀναγκάζω), ἀναγκιˬάρις, ἀναγκιˬασμένος
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA