ἀφράσιˬαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφράσιˬαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀφράσιˬαστος ἐπίθ. ἀφράσιˬαστους Λέσβ. ἀφράαστους Λέσβ. ἀφρέαστους Λέσβ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπίθ. *φρασιˬαστὸς < φρασιˬάζω.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἀηδῆ καὶ ἀσυνάρτητα λαλῶν ποῦ «δὲν ἕχιν μιˬὰ φραὰ τὰ λόγιˬα τ’» ἢ ὁ ἀηδὴς καὶ ἀσυνάρτητος, ἐπὶ λόγου: Λόγιˬα ἀφράσαστα («π᾿ δὲν ἕχιν μιˬά φραά, μιˬὰ γλύκα»). 2) Μωρός, ἀνόητος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/