ἀφρᾶτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφρᾶτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀφρᾶτος ἐπίθ. κοιν. ἀφρᾶτους βόρ. ἰδιώμ. ἀφρᾶτε Τσακων. ἀβρᾶτος Κύπρ. (καὶ ἀφρᾶτος) ’φράτος Ἤπ. (Χιμάρ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀφρᾶτος.
Σημασιολογία
Α) ᾿Επιθετικ. 1) Ὁ ἔχων τὴν ὄψιν ἀφροῦ, ὁ ὅμοιος μὲ ἀφρὸν ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 1,200: Ποίημ. Κι ὅταν τὰ νέφηˬα ἀστράφτουνε, δείχνουν κορφὲς ἀφρᾶτες... κάθεται ἡ νεˬὰ κιˬ ἀκαρτερεῖ ’ς τ’ ἀκρογιˬαλιˬοῦ τὰ βράχιˬα. β) Λευκὸς ὡς ὁ ἀφρὸς Ζάκ. Ἤπ. Θεσσ. (Ὄλυμπ.) Κάρπ. Κρήτ. Μεγίστ. Σκῦρ. κ.ἀ. - ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3,346: Ἀφρᾶτο ἀλάτι Σκῦρ. Ἀφράτη πέτρα αὐτόθ. || ᾎσμ. Νά 'παιρνα τὰ πελέκιˬα μου, νὰ μπῶ σὲ περιβόλι, νὰ βρῶ τ’ ἀφρᾶτο μάρμαρο, τ᾿ ἀτίμητο λιθάρι Ὄλυμπ. - Ποίημ. Κάτασπρο τὸ κεφάλι του, πυκνὸ μακρὺ τὸ γένει του, ’ς τὰ λιˬοκαμένα στήθηˬα του ἀφρᾶτο κατεβαίνει ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. 2) Ἁπαλὸς ὡς ἀφρὸς συνυπονοουμένης πολλάκις καὶ τῆς σημασίας τῆς λευκότητος κοιν. καὶ Τσακων.: Ἀφρᾶτο γλύκυσμα – παξιμάδι - ψωμὶ κττ. κοιν. Ἀφρᾶτο προζύμι Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Ἀφρᾶτε ἄντε (ἄρτος) Τσακων. Ἡ σημ. καὶ μεσν. 3) Ἁβρὸς καὶ παχουλλὸς κοιν. καὶ Τσακων. : Ἀφράτη γυναῖκα - κωπέλλα κττ. Ἀφρᾶτο κορίτσι. Ἀφρᾶτο χέρι κοιν. Ἀφράτα σάτη (κόρη) Τσακων. Συνεκδοχικῶς καὶ ἐπὶ τοῦ κάλλους κοιν.: Ἀφράτη ὀμορφιά. Ἀφρᾶτα κάλλη. Συνών. ἀφρατοζύμωτος β) Ὁ ἔχων φλοιὸν χονδρὸν καὶ τρυφερὸν πολλαχ.: Λεμόνι ἀφρᾶτο. Συνών. ἀφρατολέμονο, άφρολέμονο. 4) Ὁ μαλακὸς τὴν σύστασιν, εὔθραυστος, εὔθρυπτος κοιν. καὶ Τσακων.: Ἀφρᾶτα ἀμύγδαλα – καρύδια - φουντούκια κττ, Ἀφρᾶτο χῶμα κοιν. Ἀφρᾶτος τόπος (γῆ) Πελοπν. (᾿Ανδρίτσ.) β) Μαλακός, οὐχὶ σκληρὸς Λεξ. Βλαστ 324: Ξύλο ἀφράτο. 5) Ὁ ἔχων ἡδεῖαν γεῦσιν, εὔχυμος, ἐπὶ καρπῶν κοιν.: Ἀφρᾶτο ἀχλάδι – κυδώνι - μῆλο κττ. κοιν. Ἀχλάδες ἀφράτες καὶ ἁπλῶς ἀφρᾶτες ὡς οὐσ. Μέγαρ. β) Συνεκδ. ὁ παράγων καρπὸν μὲ εὔθρυπτον φλοιόν, ἐπὶ δένδρου Κρήτ : Ἀφράτη ἀμυγδαλεˬά καὶ οὐσ. ἀφράτη. γ) Ὁ παράγων καρπὸν εὔχυμον Λέσβ.: Ἀφράτη ’δουνεˬὰ καἱ οὐσ. ἀφράτ’. δ) Ὁ ἡδὺς τὴν γεῦσιν, ἐπὶ ποτῶν κττ. Μακεδ. (Ἀνασελ.): Ἀφρᾶτου κρασὶ - ξίδι κττ. 6) Ὁ τυγχάνων ἐπιμελοῦς καλλιεργείας ἢ ὁ βρίθων καρπῶν ἀφράτων πολλαχ.: ᾎσμ. Λεμονάκι μυρωδᾶτο | κιˬ ἀπὸ περιβόλ’ ἀφράτο. Β) Οὐδ. οὐσ. 1) Ὁ ἐξ ἀραβοσίτου ἄρτος Ἤπ. (Χιμάρ.) 2) Τὸ ποῶδες φυτὸν τύφη ἡ στενόφυλλος (typha angusta) τῆς τάξεως τῶν τυφωδῶν (thyphaceae) Κρήτ. β) Ψαθὶ πλεκόμενον ἐκ τοῦ εἰρημένου φυτοῦ Κρήτ. 3) Σκευασία χυμικὴ δηλητηριώδης, διχλωριοῦχος ὑδράργυρος Ἤπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA