ἀναγκικὸ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναγκικὸ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀναγκικὸ τό, ἀμάρτ. ἀναgικό Κρήτ.
Ετυμολογία
Τὸ οὐδ. τοῦ ἐπιθ. *ἀναγκικός.
Σημασιολογία
Ἐπιδημία θανατηφόρου νόσου, οἷον πανώλους, γρίππης κττ. Πβ. ἀνάγκη, ἀναγκιˬό.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA