ἀραλίκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀραλίκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀραλίκι τό, κοιν. ἀραλίκιν Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀραλί’ βόρ. ἰδιώμ ἀραλίκ’ Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.) ἀραλούχ’ Πόντ. (Κοτύωρ. Σάντ. Χαλδ.) ἀραλίτσι Ἄνδρ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. aralik = μέσον, διάστημα τόπου καὶ χρόνου.

Σημασιολογία

1) Κενὸν διάστημα τόπου σχηματιζόμενον διὰ τῆς ἀπ’ ἀλλήλων ἀπομακρύνσεως πλησίον κειμένων πραγμάτων καὶ προσώπων πολλαχ.: Κάμετε ἀραλίκι νὰ περάσω (ἀραιωθῆτε κτλ.) Κρήτ. Ἃμα φύγουν μερικοί, θὰ γένῃ ἀραλίκι γιὰ νὰ μπῆτε κ᾽ ἐσεῖς Λεξ. Δημητρ. Βρῆκ’ ἀραλί’ κὶ μπῆκα μέσα Ἤπ. (Ζαγόρ.) β) Διάκενον, ρωγμή, σχισμὴ κοιν.: Ἀραλίκι εἶναι καὶ βγαίνει τὸ νερὸ πολλαχ. Ἕναν ἀραλίκι βρέθηκε gαὶ διάηκε do ποδάρι μου μέσα καὶ φαώθηκα νὰ τὸ βγάλω αὐτόθ. Ἡ πόρτα ἕ’ άραλίκια Θρᾴκ. (Κομοτ.) Τοὺν εἶδι ἀπ’ τ’ ἀραλί᾿ τσῆ πόρτας αὐτόθ. || Παροιμ. φρ. Βρῆκε τ᾿ ἀραλίκι | κ᾿ ἔβαλε τό χαλίκι (ἐπὶ εὑρόντος κατάλληλον περίστασιν καὶ ἐπιτυχόντος τι) πολλαχ. 2) Καιρός, εὐκαιρία σύνηθ. : Βρίσκω - ἔχω ἀραλίκι σύνηθ. Ἄν εὕρω ἀραλίκι. θά ’ρθω πολλαχ. Μέσ’ τὴν ἀναbουbούλα βρῆκε ἀραλίκι γιὰ νὰ κλέψῃ Κεφαλλ. Δὲν ἔχω ἀραλίκι, τί νὰ σοῦ κάνω; Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Ἀκόμα νά ’βρω ἀραλίκι νὰ bροβάλω (νὰ ἔλθω) Ἀπύρανθ. Ηὑρήκενε ἀραλίτσι τσ᾿ ἠπήαινε ’ς τὸ σπίτι dης Ἄνdρ. Δὲν ηὗρ’ ἀραλί’ ν᾿ ἀλέσ’ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Μὶ τ᾽ ἀραλί’ μπουρῶ κὶ κάνου τ᾿ς δ᾿λε͜ιές-ου-μ’ καλύτιρα αὐτόθ. 3) Ἄνεσις, ἡσυχία Πελοπν. (Καλάβρυτ): Κάμε το μὲ τ᾽ ἀραλίκι σου, δὲ σὲ βιάζει κἀνένας. 4) Ἀνάπαυσις, ρᾳστώνη Πάρ. (Παροικ) Συνών. χουζούρι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/