ἀναγλιτσιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναγλιτσιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναγλιτσιˬάζω Ζακ Ἤπ. Κέρκ. (᾿Αργυρᾶδ.) Κεφαλλ. Κρήτ. Πελοπν.(Βούρβουρ Λακων.) -Λεξ. Δημητρ. ἀναγλιτσιˬάζου Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀναγλιντζιˬάζω Λεξ. Αἰν. Βλαστ. ἀνα’τσάζου Σκῦρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. γλιτσιˬάζω.

Σημασιολογία

1) Μετβ. καθιστῶ τι γλοιῶδες Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) Σκῦρ -Λεξ. Αἰν.: Τοὺ σ᾽χαι΄νισι τοὺ κρεˬάς, ἅμα τ᾽ ἀναγλιτσιˬάῃς μὶ τὰ χέριˬα Αἰτωλ. Καὶ ἀμτβ. καθίσταμαι γλοιώδης, λασπώδης, ὀλισθηρὸς Ζακ Κέρκ.(’Αργυρᾶδ.) Κεφαλλ. Κρήτ. Πελοπν.(Βούρβουρ. Λακων.) Στερελλ.(Αἰτωλ.) -Λεξ. Δημητρ.: Ἔβρεξε ἴσα ἴσα ποῦ ἀναγλίτσιˬασε ὁ τόπος Ζάκ. Ἡ λάσπη ἀναγλιτσιˬάζει Βουρβουρ. Τὸ χωράφι ἀναγλιτσιˬάζει, δὲ μπορεῖς νὰ πατήσῃς ᾿Αργυρᾶδ. Τὰ πιˬάττα ἅμα δὲν τὰ πλύνῃς μἐ θερμό, ἀναγλιτσιˬάζουν ἀπὸ τὴ λίγδα Βούρβουρ. Δὲ βγαί’ς ἀπ᾽ αὐτὴ τὴ στράτα, ἀναγλιτσιˬάνζ’νι οἱ λάσπις Αἰτωλ. Συνών. ἀναγλιτσιˬαίνω, ἀντίθ. ἀγλιτσιˬάζω. Πβ. ἀναγαλατσιˬάζω. β) Εἶμαι ἄλειμμένος μὲ γλοιώδη οὐσίαν Κεφαλλ. 2) Μεταφ. ἔχω χαρακτῆρα ποταπῶς εὐπροσήγορον ἢ ὕπουλον Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/