ἀναγλυκιˬάρις

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναγλυκιˬάρις

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀναγλυκιˬάρις ἐπίθ. ἀμάρτ. Οὐδ. ἀνεγλυκιˬάρικο κυκλ. (θήρ. Κ ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀνάγλυκος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ιˬάρις.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ἔχων γεῦσιν εὐχάριστον, ἀηδής, ἀνούσιος, ἐπὶ φαγητοῦ : ᾿Ανεγλυκιˬάρικο φαεῖ. Πβ. ἀγλύκαντος, ἀγλύκιˬαστος, ἀγλύκιστος, ἀγλυκος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/