ἀραμπαδόξυλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀραμπαδόξυλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀραμπαδόξυλο τό, Ἤπ. κ.ἀ. - Λεξ. Δημητρ. ᾽ραμπαδόξυλο Ἀθῆν. κ.ἀ. - Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀραμπᾶς καὶ ξύλο.
Σημασιολογία
1) Στειλεὸς ξύλινος διτρόχου φορτηγοῦ ἁμάξης διὰ τοῦ ὁποίου συγκρατεῖται τὸ κύριον μέρος αὐτῆς ὁριζοντίως, ὅταν δὲ ἀποσύρεται οὗτος, κλίνει αὕτη εἰς τὰ ὀπίσω καὶ οὕτως αὐτομάτως ἐκχέεται τὸ φορτίον ἰδίᾳ ἐκ λίθων, ξύλων, ἄμμου κττ. ἔνθ’ ἀν. 2) Συνεκδ. ρόπαλον ἔνθ’ ἀν.: Φρ. Τὸν ἔπιασε μὲ τ᾿ ἀραμπαδόξυλο καὶ τὸν ἔκανε τοῦ ἀλατιοῦ Ἤπ. Τὸν πῆρε μὲ τὸ 'ραμπαδόξυλο (τὸν ἔδειρε κτλ.) Ἀθῆν. κ.ἀ. Τὸν ἔδιωξε μὲ τὸ ᾿ραμπαδόξυλο αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA