βοιˬδοβούβαλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βοιˬδοβούβαλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βοιˬδοβούβαλο τό, (Ὁ Ἀγελαδάρ. 16) Πληθ. βοιˬδοβούβαλα τά, Κεφαλλ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. βόιˬδι καὶ βουβάλι, βόιˬδιˬα καὶ βουβάλιˬα.

Σημασιολογία

1) Ἄγονον ζῷον γεννώμενον ἐκ διασταυρώσεως βουβάλου καὶ ἀγελάδος (Ὁ Ἀγελαδάρ. ἔνθ’ ἀν.) Συνών. βουβαλόβοιˬδο. 2) Πληθ., βόες καὶ βούβαλοι ὁμοῦ Κεφαλλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/