ἀναγνώρισι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναγνώρισι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀναγνώρισι ἡ, λογ. σύνηθ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀναγνώρισις.

Σημασιολογία

1) Ὁμολογία, ἐπιβεβαίωσις: Ἀναγνώρισι τῆς εὐεργεσίας. 2) Ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, ἐξερεύνησις ἐχθρικῆς περιοχῆς: «Ἔστάλη τὸ ἱππικὸ γιὰ ἀναγνώρισιν. Πέταξε ἕνα ἀεροπλάνο νὰ κάμῃ ἀναγνώρισι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/