ἀνάγνωσμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνάγνωσμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνάγνωσμα τό, λογ σύνηθ. ἀνάγνωσμαν Λυκ.(Λιβύσσ.) ἀνέγνωμα Α.Ρουμ. (Καρ.)

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν οὐσ. ἀνάγνωσμα.

Σημασιολογία

1) Πᾶν ὅ,τι ἀναγινώσκεται, τὸ ἀναγινωσκόμενον ἔνθ᾽ ἀν. : Εἶναι εὐχάριστον ἀνάγνωσμα τὸ δεῖνα βιβλίο. ‖ Φρ. Προφητειῶν τὸ ἀνάγνωσμα (ἐπὶ μακρῶν καὶ ἀνοήτων λόγων. ᾿Εκ τῶν ἐκκλησιαστικῶν φρ. «παροιμιῶν τὸ ἀνάγνωσμα», «προφητείας δεῖνα τὸ ἀνάγνωσμα» κττ., ὧν παροιμιῶν καὶ προφητειῶν ἡ ἀνάγνωσις πολλάκις διαρκεῖ πολὺ) πολλαχ. Ἀνοησίας ἢ φλυαρίας τὸ ἀνάγνωσμα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ἤπ. Θρᾴκ. Κρήτ. Μακεδ. Ἄλλης Κυριˬακῆς ἀνάγνωσμα (ἐπὶ πράγματος ἀλλοκότου) Θήρ. Κρήτ. ‖ ᾎσμ. Καὶ κάθουνταν κιˬ ἀνέγνωνε χαρτὶ καἱ καλαμάρι κιˬ ἀπ᾿ τὸ πολὺ τ᾿ ἀνέγνωμα κιˬ ἀπ’ τὸ πολὺ τὸ γράμμα ἐσείστηκαν τὰ χέρια του κ’ ἔπεσεν ἡ μελάνη Καρ. 2) Διήγησις ἐφημερίδων μυθιστορηματικὴ προξενοῦσα ἐντύπωσιν λόγ. σύνηθ. ‖ Φρ. Ἀνάγνωσμα ἔγινε ἡ ὑπόθεσι τοῦ δεῖνα. Τὸν ἔκαμαν ἀνάγνωσμα (τὸν ἐξέθεσαν διὰ τῶν ἐφημερίδων).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/