ἀναγνωσματάριο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναγνωσματάριο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀναγνωσματάριο τό, λόγ κοιν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀνάγνωσμα.
Σημασιολογία
Εἰς τὴν σχολικὴν γλῶσσαν, βιβλίον περιέχον ἀναγνώσματα διὰ τοὺς μαθητάς. Συνών. ἀναγνωστικό.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA