βοιˬδογλειμμένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βοιˬδογλειμμένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βοιˬδογλειμμένος ἐπίθ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Ὀλυμπ.) βουιˬδουγλειμμένους Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. βόιˬδι καὶ τοῦ γλειμμὲνος μετοχ. τοῦ ρ. γλείφω.

Σημασιολογία

1) Ὁ στρωμένος κατὰ τρόπον ὥστε νὰ διευθύνεται ἐκ τῶν κάτω πρὸς τὰ ἄνω, ἐπὶ κόμης τοῦ μετώπου (οἱονεὶ γλειμμένης ὑπὸ βοὸς) Στερελλ. (Αἰτωλ.): Μαλλιˬὰ βουιˬδουγλειμμένα. 2) Ὁ ἔχων τὰς κατὰ τὸ μέτωπον τρίχας διευθυνομένας πρὸς τὰ ἄνω Πελοπν. (Ἀρκαδ. Ὀλυμπ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/