ἀναγνωστάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναγνωστάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀναγνωστάκι τό, Κρήτ. -Α’Εφταλ. Μαζώχτρ. 216.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀναγνώστης.

Σημασιολογία

Ὁ μικρὸς ἀναγνώστης τῆς ἐκκλησίας ἐνθ’ἀν.: Ἐγέμισε dὸ χωριˬὸ ἀναγνωστάκια Κρήτ. Συνών. ἀναγνωστσόπουλλο. Καὶ ὡς ἐπών. ’Αναννωστάκις πολλαχ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/