ἀναγνωστήρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναγνωστήρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀναγνωστήρι τό, Λεξ. Δεὲκ ἀναγνουστήρ’ Θρᾴκ. (Αἶν.) Σκοπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀναγνωστήριον. Πβ. Ἡσύχιον, «ἀναγνωστήριον· ἀναλόγιον».
Σημασιολογία
Ὀκρίβας ἐκκλησιαστικὸς ξύλινος, στενὸς καὶ πολυγώνικὸς ἢ στρογγυλὸς ἢ ἄλλου σχήματος, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἀπόκεινται τὰ πρὸς χρῆσιν τῶν ψαλτῶν ἱερὰ βιβλία. Συνών. ἀναλογεῖο, ἀναλόγι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA