ἀναγογγύζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναγογγύζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναγογγύζω ἀμάρτ. ἀναγοgύζω Δ.Κρήτ. ἀνεγοgύζω Α.Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. γογγύζω.
Σημασιολογία
1) Ὑπενθυμίζω εἴς τινα μετά τινος δυσανασχετήσεως τὴν πρὸς αὐτὸν γενομένην εὐεργεσίαν: Ἤδωκέ μού το κ’ ὕστερα μοῦ τ’ ἀνεγοgύζει. Μὰ ἂν εἶναι νὰ μοῦ τ᾿ ἀνεγοgύζῃς κάθε ὥρα, νὰ σοῦ τὰ πλερώσω. Μὴ μοῦ τ᾿ ἀνεγοgύζῃς κάθε τόσο! Πβ. ἀναγορεύω 2, ἀναγορίζω. 2)Παραπονοῦμαι, μεμψιμοιρῶ : ᾎσμ. ’Αμέτε πῆτε τοῦ γαbροῦ νὰ στέκῃ νὰ ξανοίγῃ, ροῦχα ποῦ τοῦ τὰ φέρνουνε νὰ μὴν ἀναγοgύζῃ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA