ἀναγοδερεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναγοδερεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναγοδερεύω, μέσ. ἀνεουδαρεύγομαι Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. *ἀναγοδέρω. Ὁ μεταπλασμὸς κατὰ τὰ εἰς -εύω ρ.

Σημασιολογία

Ὑπερηφανεύομαι, ὑπεραίρομαι: Ἤλαβεν εἴκοσι χιλιˬάδες κ᾽ ἐνεουδαρεύτηκε. Ὅτι νὰ τ’ ἀκούσῃ πῶς τὴ bαινοῦσι, θ’ ἀνεουδαρευτῇ πάλι. Συνων *ἀναγοδέρω 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/