ἀραποβλογιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀραποβλογιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀραποβλογιˬὰ ἡ, Ζάκ. Κεφαλλ. Πελοπν. κ.ἀ. - Λεξ. Βλαστ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ὀν. Ἀράπης καὶ τοῦ οὐσ. βλογιά.

Σημασιολογία

Ἡ νόσος εὐλογία ἡ ἔχουσα κακοήθη μορφὴν μὲ βαρέα συμπτώματα ἔνθ᾽ ἀν.: Νὰ μὲ φάῃ ἡ ἀραποβλογιά! (ὅρκος) Ζάκ. Πβ. ἀνεμοβλογιά, βλογιά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/