βοιˬδοκέντρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βοιˬδοκέντρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βοιˬδοκέντρι τό, ἀμάρτ. βουιˬδουκέντρ’ Στερελλ. (Δωρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. βόιˬδι καὶ κεντρί.
Σημασιολογία
Βούκεντρον: Φρ. Εἶνι βουιˬδουκέντρ’ (ὥρα καθ᾽ ἣν ὁ ἥλιος ἀπέχει τοῦ σημείου τῆς δύσεως ὅσον εἶναι τὸ μῆκος βουκέντρου). Πβ. βοιˬδόσκοινο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA