γαριφαλένιˬος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαριφαλένιˬος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γαριφαλένιˬος ἐπίθ. Ἤπ. (Δέλβιν.) Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ. γαρουφαλένιˬος Ἤπ. Κέρκ. (’Αργυρᾶδ.) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) γαρουφαλ-λένιˬος Χίος (Πυργ.) Θηλ. γαρουφαλλένη Χίος (Πυργ.) γαροφαλ-λέν-νη Χίος (Πυργ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γαρίφαλο καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ένιˬος.
Σημασιολογία
Ὁ ἔχων χρῶμα προσώπου ὁμοιάζον πρὸς τὸ τοῦ ἄνθους «γαριφάλου» (βλ. γαρίφαλο 3), ὁ ροδοκόκκινος ἔνθ’ ἀν. : ᾿΄Εχει ἕνα παιδὶ γαρουφαλένιˬο, πολὺ ὄμορφο, ἔναι σὰν ἄgελος Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) || Ἄσμ. Νύφη γαρουφαλένιˬα μας | κι ἀσημομεταξένιˬα μας αὐτόθ. Πλύνε, γαρουφαλένιˬα μου, πλύνε, καθάριˬα βρύση, ἐγώ͵ πουλλί μου, σ’ ἀγαπῶ, ποὺ ὁ Θιˬὸς νὰ σὲ βοηˬθήσῃ Κέρκ. (᾿Αργυρᾶδ.) Ἔχει μύτη κοντυλένια, μάγουλα γαριφαλένιˬα Ἤπ. (Δέλβιν. )
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA