γαριφαλίτσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαριφαλίτσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γαριφαλίτσα ἡ, σύνηθ. γαρουφαλίτσα πολλαχ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γαριφαλιˬὰ καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -ίτσα.

Σημασιολογία

Ἡ μικρά τὸ μέγεθος «γαριφαλιˬά», δι’ ὃ ἰδ. γαριφαλιˬά 2, ἢ ἁπλῶς ἡ γαριφαλιˬὰ κατ’ ἔννοιαν θωπευτικὴν σύνηθ.: Ἔχου ’νιˬὰ μ’κρὴ γαριφαλίτσα, ἀλλὰ εἶνι γιˬουμάτ’ λουλούδιˬα Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) : Ἡ γαρουφαλίτσα μας δὲν ἔβγαλε ἀκόμα γαρούφαλα Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Ἡ λ. καὶ ὡς κύρ ὄν. κορασίδων ἢ γυναικῶν, ὅπου καὶ ὑφ’ οὓς ἰδιωματικοὺς τύπους ἀπαντᾷ τὸ πρωτότυπον Γαριφαλιˬά, δι’ ὃ ἰδ. γαριφαλιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/